ομοιοχρωμία

ομοιοχρωμία
η [ομοιόχρωμος]
1. βιολ. η ικανότητα ορισμένων ζώων να εναρμονίζουν, μόνιμα ή παροδικά, τον χρωματισμό τους με τον χρωματισμό τού περιβάλλοντος, καθώς και το φαινόμενο αυτό
2. φρ. α) «ενεργητική ομοιοχρωμία» ή «μεταβαλλόμενη ομοιοχρωμία» — τύπος ομοιοχρωμίας κατά την οποία το ζώο παρουσιάζει γρήγορη αλλαγή χρώματος κατά τις μετακινήσεις του, χάρη στην επίδραση τού φωτός στις χρωστικές τού δέρματός του, με αποτέλεσμα να γίνεται δυσδιάκριτο στα διάφορα περιβάλλοντα όπου βρίσκεται, όπως π.χ. ο χαμαιλέοντας, ο βάτραχος κ.ά.
β) «παθητική ομοιοχρωμία» — τύπος ομοιοχρωμίας στην οποία το ζώο διατηρεί πάντα την ίδια μορφή και τον ίδιο χρωματισμό αλλά ζει επιλεκτικά σε περιβάλλοντα στα οποία είναι προσαρμοσμένος ο χρωματισμός του, όπως π.χ. η ζέβρα κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • ισοχρωμία — [ισόχρωμος] ομοιοχρωμία* …   Dictionary of Greek

  • χαμαιλεοντισμός — ο, Ν 1. βιολ. (παλ. όρος) η ιδιότητα ορισμένων ζώων να αλλάζουν απότομα το χρώμα τού δέρματός τους έτσι ώστε να μοιάζει με το χρώμα τού περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκονται, ομοιοχρωμία 2. μτφ. ασυνεπής και ευμετάβλητη στάση και συμπεριφορά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”